- πλεγμάτιον
- τὸ, Α [πλέγμα, -ατος]μικρό πλέγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλεγμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεγμάτια — πλεγμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεμάτι — το, Ν καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.) 2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ β) δικτυωτός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. τού πλέγμα, με σίγηση τού γ (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)] … Dictionary of Greek